- φυσικομαθηματικά
- τα, Νβλ. φυσικομαθηματικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσικομαθηματικά — τα η φυσική και η μαθηματική επιστήμη μαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσικομαθηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει στη φυσική και στη μαθηματική επιστήμη ταυτόχρονα 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυσικομαθηματικός επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσική και στα μαθηματικά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυσικομαθηματικά οι φυσικές και… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καΐρης, Θεόφιλος — (Άνδρος 1784 – Σύρος 1853).Θεολόγος και φιλόσοφος, αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, εισηγητής της θεοσέβειας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στις σχολές των Κυδωνιών, της Πάτμου και της Χίου, ταξίδεψε στην Πίζα (1801) και στο Παρίσι, όπου σπούδασε … Dictionary of Greek
Κορομηλάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων που έδρασαν μετά την απελευθέρωση. 1. Ανδρέας (1811 – 1858). Αγωνιστής του 1821 και εκδότης. Ήταν γιος του Χατζή Λάμπρου Κόσκορη (βλ. 3.). Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έλαβε μέρος στη μάχη του… … Dictionary of Greek
Κύρου — Επώνυμο οικογένειας δημοσιογράφων και εκδοτών. 1. Άδωνις (Λευκωσία 1872 – Αθήνα 1918). Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη γενέτειρά του και φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολύ νέος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα … Dictionary of Greek
Λάκων, Βασίλειος — (1830 – 1900). Μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, όπου διέμεινε τρία χρόνια. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην Αθήνα και διετέλεσε καθηγητής γυμνασίου (1854), υφηγητής της πειραματικής … Dictionary of Greek
Λούξεμπουργκ, Ρόζα — (Rosa Luxemburg, Ζαμόσκ [Πολωνία] 1871 – Βερολίνο, Γερμανία 1919). Γερμανίδα επαναστάτρια και θεωρητικός του μαρξισμού, εβραϊκής καταγωγής. Οι γονείς της ζούσαν στο ρωσικό τμήμα της Πολωνίας. Η Λ. σε νεαρή ηλικία είχε αναμειχθεί στο τοπικό… … Dictionary of Greek
Μαγκάκης, Μανόλης — (Σύρος 1891 – Αθήνα 1918). Ποιητής. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά από νωρίς ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά, στα οποία δημοσίευσε πολλές μεταφράσεις, ανάμεσα στις οποίες και Τα περίφημα… … Dictionary of Greek